Στα τέλη Ιουνίου του 1978 σημειώθηκε ο φονικός σεισμός στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί άνθρωποι, σκοτώθηκαν και άλλοι τόσοι έμειναν άστεγοι.
Ένα από τα σπίτια που υπέστησαν ζημιές ήταν και εκείνο που έμενε ο Νίκος Παπάζογλου με την οικογένεια του αυτό σε συνδυασμό με την έντονη σεισμική ακολουθία ανάγκασαν τον Παπάζογλου να προτείνει στη γυναίκα του να πάρει τη νεογέννητη τότε κόρη τους και να πάνε να μείνουν σε συγγενείς τους στις ΗΠΑ μέχρι να εκτονωθεί το φαινόμενο και ταυτόχρονα να κάνουν τις διακοπές τους.
Ο ίδιος όμως θα παρέμενε πίσω.
Τον Αύγουστο ο Διονύσης Σαββόπουλος καλεί τον Παπάζογλου να περάσουν μερικές ημέρες χαλάρωσης στο εξοχικό του στο Πήλιο. Ο Παπάζογλου δέχεται. Εκεί ανάμεσα στους πολλούς φιλοξενούμενους του Νιόνιου υπήρχε και μια κοπέλα που τον «μάγεψε».
Ο Παπάζογλου την ερωτεύτηκε αλλά οι τύψεις για τη γυναίκα του και το νεογέννητο παιδί τους δεν τον άφηναν να παραδοθεί στο πάθος του. Έτσι, αποφασίζει να φύγει από το Πήλιο και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, βάζοντας πάνω από έναν δυνατό έρωτα, την οικογένεια του.
Στο δρόμο της επιστροφής οι σκέψεις και η μελαγχολία για έναν έρωτα που ήταν καταδικασμένος να μείνει ανεκπλήρωτος είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του. Η… μαγιά είχε ήδη βρεθεί: «Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω, κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος, λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ, ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος»!